- στρουθοκαμηλίζω
- Ν [στρουθοκάμηλος]συμπεριφέρομαι σαν τη στρουθοκάμηλο, που κρύβει το κεφάλι της όταν παρουσιάζεται κίνδυνος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρουθοκαμηλισμός — ο, Ν [στρουθοκαμηλίζω] συμπεριφορά όμοια με τής στρουθοκαμήλου, που κρύβει το κεφάλι της όταν παρουσιάζεται κίνδυνος νομίζοντας ότι έτσι θα τόν αποφύγει, ηθελημένη άγνοια τού κινδύνου … Dictionary of Greek